- μισοποιός
- μισοποιός, -ον (Α)αυτός που προκαλεί μίσος, δημιουργός έχθρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖσος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοποιοί — μισοποιός hating masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
μισοποιώ — μισοποιῶ, έω (Α) [μισοποιός] προκαλώ μίσος, δημιουργώ μίσος … Dictionary of Greek